- λίβινγκ ρουμ
- τοδωμάτιο τού σπιτιού όπου περνούν τις περισσότερες ώρες τους τα μέλη τής οικογένειας, καθιστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. living room «δωμάτιο όπου ζει κανείς, περνά την ημέρα του, καθιστικό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.